- παραμόνιμος
- παραμόνιμοςconstantmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραμόνιμος — η, ο / παραμόνιμος, ον, ποιητ. τ. θηλ. παρμονίμα, ΝΜΑ [παραμένω] σταθερός, διαρκής, μόνιμος νεοελλ. αυτός που παραμένει και μετά την άρση τής αιτίας που τόν προκάλεσε («παραμόνιμος μαγνητισμός» παραμένων μαγνητισμός, μαγνητισμός που παραμένει σε… … Dictionary of Greek
παραμονιμώτερον — παραμόνιμος constant masc acc comp sg παραμόνιμος constant neut nom/voc/acc comp sg παραμόνιμος constant adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμονιμώτατον — παραμόνιμος constant masc acc superl sg παραμόνιμος constant neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμονίμως — παραμόνιμος constant adverbial παραμόνιμος constant masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμόνιμον — παραμόνιμος constant masc/fem acc sg παραμόνιμος constant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμονίμου — παραμόνιμος constant masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμονίμους — παραμόνιμος constant masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμονίμων — παραμόνιμος constant masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμόνιμα — παραμόνιμος constant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμόνιμοι — παραμόνιμος constant masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)